- ἀδιεξήγητος
- ἀδι-εξήγητος, ον,A indescribable,
πλῆθος Ph.1.407
, prob. in IG5(1).1359 (Messenia, i B. C.):—inexhaustible,ταῖς ἡμετέραις ἐπιβολαῖς Dam.Pr.178
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλῆθος Ph.1.407
, prob. in IG5(1).1359 (Messenia, i B. C.):—inexhaustible,ταῖς ἡμετέραις ἐπιβολαῖς Dam.Pr.178
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδιεξήγητος — ἀδιεξήγητος, ον (Α) [διεξηγοῦμαι] 1. αυτός που δεν μπορεί να περιγραφεί 2. ανεξάντλητος … Dictionary of Greek
ἀδιεξήγητον — ἀδιεξήγητος indescribable masc/fem acc sg ἀδιεξήγητος indescribable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξηγήτων — ἀδιεξήγητος indescribable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)